Ημέρα μνήμης για τα θύματα της Γενοκτονίας του Πόντου
Ημέρα τιμής και μνήμης η 19η Μαίου για τα θύματα της Γενοκτονίας 353.000 Ελλήνων του Πόντου. Σαν σήμερα ο Κεμάλ Ατατούρκ αποβιβάζεται στη Σαμψούντα και αρχίζει τη δεύτερη και σκληρότερη φάση της Γενοκτονίας των Ποντίων, που θεωρείται μια από τις πρώτες και μεγαλύτερες σύγχρονες γενοκτονίες.
ΡΕΠΟΡΤΑΖ: ΧΡΗΣΤΟΣ ΔΑΝΤΣΗΣ
Κατηγορία: ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ, ΕΡΤ3, ΡΕΠΟΡΤΑΖ
H συνομιλία των πρωτεργατών της ποντιακής γενοκτονίας ήταν σε γενικές γραμμές, σύμφωνα με τον Tούρκο ιστοριογράφο Sener Cemal, η ακόλουθη:
Mουσταφά Kεμάλ: «Bλέπω ότι ήσουν φιλόπατρις από τα νεανικά σου χρόνια. Aκολουθείς ακόμη και τώρα τα ιδανικά που έθεσες από τότε. Πρέπει να παλέψουμε μέχρι να απελευθερωθεί η χώρα και να μη μείνει ούτε ένας εσωτερικός ή εξωτερικός εχθρός. Θα υπερασπιστείς τα χωριά και τις πόλεις της Mαύρης Θάλασσας. H συμμορία σου από μια ανοργάνωτη και ανεκπαίδευτη δύναμη θα γίνει ένα τάγμα. Διοικητής του τάγματος αυτού θα είσαι εσύ. Θα σου δώσουμε νέους και θρασείς αξιωματικούς… Mε την πάροδο του χρόνου και μόλις θα έχουμε ενδείξεις ότι παρανομούν θα τους καθαρίσουμε όλους.»
Tοπάλ Oσμάν: «Mην ανησυχείτε καθόλου Πασά μου! Θα προσφέρω τέτοιο «θυμίαμα» στους Pωμιούς του Πόντου, που θα πνιγούν σαν τις σφήκες στις σπηλιές»
Ημέρα μνήμης για τα θύματα της Γενοκτονίας του Πόντου
Ημέρα τιμής και μνήμης η 19η Μαίου για τα θύματα της Γενοκτονίας 353.000 Ελλήνων του Πόντου. Σαν σήμερα ο Κεμάλ Ατατούρκ αποβιβάζεται στη Σαμψούντα και αρχίζει τη δεύτερη και σκληρότερη φάση της Γενοκτονίας των Ποντίων, που θεωρείται μια από τις πρώτες και μεγαλύτερες σύγχρονες γενοκτονίες.
ΡΕΠΟΡΤΑΖ: ΧΡΗΣΤΟΣ ΔΑΝΤΣΗΣ
Κατηγορία: ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ, ΕΡΤ3, ΡΕΠΟΡΤΑΖ
Subscribe ΕΔΩ https://www.youtube.com/channel/UC6yI2mSiWlnGjSgbzuiyC9g?sub_confirmation=1
Οι βιαιότητες στη Μικρά Ασία εναντίον των Τούρκων
Προδημοσίευση από το βιβλίο του Τάσου Κωστόπουλου
«Πόλεμος και εθνοκάθαρση. Η ξεχασμένη πλευρά μιας δεκαετούς εθνικής εξόρμησης 1912-1922»
Ακόμη αγριότερα -αν και μακριά από τα βέβηλα μάτια ξένων παρατηρητών- εξελίχθηκαν τα πράγματα κατά τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις της άνοιξης του 1922 εναντίον των χωριών του Εγριγκιόζ Νταγ. Χώρος δράσης των ανταρτών του Μπεχλιβάν ήδη από το 1920, η ορεινή περιοχή μεταξύ Σιμάβ και Κιουτάχειας θα χτενιστεί από ειδικά «αποσπάσματα διώξεως συμμοριών» στα τέλη του 1921, με ελάχιστα αποτελέσματα. Ακολούθησαν επιθέσεις σε στρατιωτικά φυλάκια της περιοχής και, στα μέσα Απριλίου, η ένοπλη εξέγερση των χωρικών της περιοχής Εμέντ. Εκτός από την προϋπάρχουσα μαγιά των τοπικών «ληστοσυμμοριών» και την κεμαλική προπαγάνδα, η «πρόθυμος συμμετοχή των κατοίκων εις το κίνημα» αποδίδεται από την επίσημη ιστορία του ΓΕΣ και «εις την πίεσιν των ελληνικών αποσπασμάτων εκμεταλλεύσεως των επιτοπίων πόρων» -τις μαζικές δηλαδή και βίαιες επιτάξεις αγαθών απ’ τον ελληνικό στρατό. Οι εξεγερμένοι εξόντωσαν την τοπική στρατιωτική φρουρά και πετσόκοψαν τρία καταδιωκτικά αποσπάσματα (συνολικά κάπου 180 στρατιώτες). Ακολούθησε η πάταξη της ανταρσίας, με κινητοποίηση πολλών σχηματισμών υποστηριζόμενων από πυροβολικό κι αεροπλάνα. Σύμφωνα με τη Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού, «αι συμμορίαι, καταδιωχθείσαι, ηναγκάσθησαν να διαλυθώσιν», αιχμαλωτίστηκαν δε «πολλοί ένοχοι και ύποπτοι χωρικοί». Το κύριο βάρος της καταστολής το υπέστη φυσικά ο άμαχος πληθυσμός: «Αι καταστροφαί ενίων χωρίων και η παραταθείσα λόγω των επιχειρήσεων, πλέον των είκοσι ημερών, παραμονή των χωρικών μετά των γυναικοπαίδων εις τα όρη και χαράδρας, όπου υφίσταντο τα πάνδεινα, προεκάλεσε την γενικήν αγανάκτησιν κατά των πρωταιτίων του κινήματος» – και την «ειρήνευση» της περιοχής, προσωρινά τουλάχιστον.
Ο,τι η επίσημη γραφίδα αποκαλεί «πάνδεινα», γίνεται σαφέστερο -και δραματικότερο- στο ημερολόγιο ενός τσολιά που πήρε μέρος στην εκκαθάριση. Ο συνταγματάρχης Π. Παλαιολόγος ζητά από τους άντρες του να σεβαστούν δυο μονάχα χωριά, τα οποία θεωρούνται «ειρηνόφιλα» ή εν πάση περιπτώσει αμέτοχα της αντίστασης, δηλώνοντάς τους ότι παντού αλλού «θα ‘χουν την ελευθερία τους να πράξουν ό,τι η συνείδηση κι η ψυχή τους βαστάει»• ακόμη και στα δυο αυτά χωριά, ωστόσο, οι στρατιώτες επιδίδονται σε βιασμούς γυναικών, βασανιστήρια και λεηλασίες.
Οσο για την υπόλοιπη περιοχή, αυτή δοκιμάζει κάθε λογής αγριότητα, ως αντεκδίκηση για όσα είχαν προηγηθεί: «Οι φωνές και τα κλάματα των γυναικών και των παιδιών δεν παύουνε μέρα νύχτα. Ολο το δάσος, και ιδίως τα πιο κλειστά μέρη, είναι γεμάτα κόσμο και ρουχισμό. Κάθε γυναίκα, κάθε παιδί και κάθε αδύνατο μέρος είναι στη διάθεση του κάθε Ελληνα στρατιώτη. Ευτυχώς που λίγοι είναι αυτοί που έχουν κακούργικα ένστικτα και σκοτώνουν γυναικόπαιδα. […] Δεν έχουν τελειωμό οι διηγήσεις των φαντάρων τι είδανε και τι κάνανε σ’ αυτό το διάστημα […]. Είδανε άνδρες να πετάνε τα όπλα τους και να κρύβονται, άλλοι φονεύθηκαν, άλλοι ξέφυγαν το θάνατο. Συνάντησαν, λένε, ολόκληρες οικογένειες, πολλές γυναίκες, όμορφες κι άσκημες. Αλλες κλαίγανε, άλλες θρηνούσανε τον άντρα τους, την τιμή τους». Η εκστρατεία θα ολοκληρωθεί με το συστηματικό κάψιμο κάθε κατοικημένου τόπου. «Η διαταγή λέει: καταστρέψτε διά πυρός και τελείως όλα τα χωριά που θα συναντήσετε και τις κωμοπόλεις. Ποιμνιοστάσια, νερόμυλους κι ανεμόμυλους. Κάθε εξοχικό κι απομονωμένο σπίτι». Σε ορισμένες περιπτώσεις, τα σπίτια καίγονται μαζί με τους ηλικιωμένους κατοίκους τους.
Σε ποιο βαθμό αυτές οι αγριότητες ήταν αποτέλεσμα σχεδιασμών της ελληνικής στρατιωτικής και πολιτικής ηγεσίας; Αν για την πρώτη φάση της εκστρατείας -επί Βενιζέλου- η απάντηση δεν είναι καθόλου εύκολη, καθώς το ζητούμενο υπήρξε κυρίως η επίδειξη της αποικιακής ικανότητας των ελληνικών αρχών «να διοικήσωμεν με ανωτερότητα αλλοφύλλους», τα πράγματα αποδεικνύονται πολύ πιο απλά όσον αφορά τη διαχείριση της σύρραξης απ’ τους αντιβενιζελικούς. Το συστηματικό κάψιμο των τουρκικών χωριών την άνοιξη του 1921 αποδιδόταν όπως είδαμε από τους φαντάρους σε διαταγή του σωματάρχη, πρίγκηπα Ανδρέα• το ίδιο ακριβώς υποστήριξαν και δυο αξιωματικοί του ελληνικού στρατού μετά την αιχμαλωσία τους (κι όπως ήταν αναμενόμενο, εκμεταλλεύθηκε στο έπακρο η κεμαλική προπαγάνδα).
Στα απομνημονεύματά του που δημοσιεύτηκαν λίγο μετά τον πόλεμο, ο ίδιος ο πρίγκηπας υποστηρίζει φυσικά τα ακριβώς αντίθετα, ισχυριζόμενος ότι «ουδέποτε ευρέθη εις την ανάγκην να τρομοκρατήσει τους κατοίκους της χώρας δι’ ής διερχόμεθα» και «οικτίροντας» τη διαγωγή των στρατιωτών του στο χωριό Σιβασλή (25.6.’21) – διαγωγή η οποία «υπερέβη παν επιτρεπόμενον όριον», αν και ο ίδιος «προτιμά να ρίψη πέπλον επί των λαβόντων χώραν γεγονότων». Οι διαθέσιμες μαρτυρίες επιβεβαιώνουν ωστόσο ότι το 1921 ήταν η ηγεσία του στρατού αυτή που πρόκρινε μια στρατηγική ολοκληρωτικού πολέμου και καταστροφής της μικρασιατικής ενδοχώρας ως μέσο άσκησης πίεσης στους κεμαλικούς, προκειμένου αυτοί να δεχτούν ένα διακανονισμό ευνοϊκό για τα ελληνικά συμφέροντα. Δεν είναι μόνο οι απλοί φαντάροι που επικαλούνταν διαταγή του εστεμμένου αρχιστράτηγου «να καίμε όλα τα τουρκικά» κι «έλεγαν πως είπε ο Κώτσος (= ο Βασιλιάς) να μην αφήσουν τίποτα ορθό στο διάβα τους».
Ούτε ο συνάδελφός τους που σημειώνει στο ημερολόγιό του, με βάση προφανώς τη σχετική ενημέρωσή του απ’ τους αρμόδιους αξιωματικούς, ότι «σκοπός της μεγάλης ταύτης εκστρατείας» -εκτός από τη συντριβή των κεμαλικών δυνάμεων- ήταν «η διαρπαγή και καταστροφή απάσης της χώρας του εχθρού μέχρι της Αγκύρας συμπεριλαμβανομένης, ώστε ο εχθρός να καταστή ακίνδυνος εις το μέλλον, υποχρεωθή δε να ζητήση επέμβασιν των συμμάχων, ών τα συμφέροντα παρεβλάπτοντο διά της καταστροφής της Ανατολής, και ούτω διά συμμαχικής μεσολαβήσεως επιτευχθή η ειρήνη, αναγνωρισθή δε συγχρόνως ο Βασιλεύς παρά των Δυνάμεων». Στις παραμονές της εξόρμησης για την Αγκυρα, ένας αξιωματικός του επιτελείου ενημερώνει τους συνομιλητές του ότι στόχος του εγχειρήματος είναι το «πλιατσικολόγημα» της κεμαλικής πρωτεύουσας, ενώ ο ίδιος ο βασιλιάς Κωνσταντίνος στην προσωπική του αλληλογραφία εξηγεί πως έφτασε η «ώρα να επιστρέψουν οι Τούρκοι στα ενδότερα της Ασίας, απ’ όπου ήρθαν».
Η στρατηγική αυτή θα επενδυθεί και ιδεολογικά από τους προπαγανδιστικούς μηχανισμούς της κυβέρνησης των Αθηνών: «Ο διεξαγόμενος πόλεμος», εξηγεί στο κοινό της η δημοφιλέστερη κυβερνητική εφημερίδα των ημερών, «δεν είναι πόλεμος της Ελλάδος κατά του επαναστάτου Κεμάλ. Είναι πόλεμος της Ελληνικής φυλής προς το Τουρκικόν έθνος, πόλεμος μάλιστα σκληρός μέχρι εξοντώσεως του ενός εκ των δύο αντιπάλων».
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ – 08/11/2007
Μου αρέσει!Μου αρέσει!
Οι πραγματικοί αριθμοί για τον πληθυσμό των Ποντίων
(1907-1922)
Στο βιβλίο Ιστορίας της Γ’ Λυκείου, του υπουργείου «Εθνικής Παιδείας», διαβάζουμε στο σχετικό απόσπασμα της διδακτέας ύλης:
«Από τους 697.000 Πόντιους που ζούσαν το 1913 στον Πόντο, περισσότεροι από 353.000, δηλαδή ποσοστό μεγαλύτερο από το 50%, θανατώθηκαν μέχρι το 1923» [2].
Συμφωνούν ωστόσο οι αριθμοί της «εθνικής ιστορίας» με τους αριθμούς των ιστορικών πηγών;
Η οθωμανική απογραφή του 1907, εμφανίζει στα τρία βιλαέτια που περιλαμβάνουν την περιοχή του Πόντου (Sivas, Trabzon, Kastamonu), ένα πληθυσμό 305.909 Ρωμιών (Rum). Στην ίδια περιοχή κατοικούν επίσης 203.920 χριστιανοί Αρμένιοι και 3.123.913 μουσουλμάνοι [3].
Vilayet Müslüman Rum Ermeni
Sivas (Σεβάστεια) 972.788 67.374 144.056
Trabzon (Τραπεζούντα) 1.071.988 215.474 50.055
Kastamonu (Κασταμονή) 1.088.137 23.061 9.809
σύνολο 3.132.913 305.909 203.920
Το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, δημοσιεύει δώδεκα χρόνια αργότερα (σε εποχή ελληνικών εδαφικών διεκδικήσεων κατά της Τουρκίας) τη δική του στατιστική. Σύμφωνα με αυτή ο αριθμός των «ομογενών» που ζουν το 1919 στις 891 κοινότητες, των έξι εκκλησιαστικών επαρχιών του Πόντου, είναι 408.796 άτομα [4]. Συγκρίνοντας τη στατιστική με την οθωμανική απογραφή του 1906 το πατριαρχικό μιλέτι (: η ορθόδοξη κοινότητα) εμφανίζεται εδώ κατά 33,6% μεγαλύτερο. Αναλυτικά τα νούμερα έχουν ως εξής:
εκκλησιαστική επαρχία κοινότητες ομογενής πληθυσμός σελ.
ΚΟΛΩΝΙΑΣ 91 52.855 235
ΧΑΛΔΙΑΣ 145 77.845 241
ΡΟΔΟΠΟΛΕΩΣ 47 20.657 264
ΤΡΑΠΕΖΟΥΝΤΟΣ 73 58.734 273
ΑΜΑΣΕΙΑΣ 340 131.181 289
ΝΕΟΚΑΙΣΑΡΕΙΑΣ 195 67.424 307
σύνολο 891 408.696
Ας έρθουμε τώρα στον αριθμό των ποντίων προσφύγων.
Οι χριστιανοί πρόσφυγες που ήρθαν στην Ελλάδα από τον Πόντο, τα επόμενα χρόνια, ήταν 182.169 άτομα. Από τους πρόσφυγες αυτούς 17.528 (8.979 άρρενες και 8.549 θήλεις) ήρθαν «προ της μικρασιατικής καταστροφής» και 164.641 (79.292 άρρενες και 85.349 θήλεις) «μετά την μικρασιατική καταστροφή». Πρόκειται για τα επίσημα στοιχεία της απογραφή πληθυσμού του 1928 [5].
Ας αφαιρέσουμε τώρα (στρογγυλοποιώντας) τον αριθμό των 182 χιλιάδων πόντιων προσφύγων, α) από τον αριθμό των 306 χιλιάδων κατοίκων του Πόντου της οθωμανικής απογραφής του 1906 και β) από τους 409 χιλιάδες της πατριαρχικής στατιστικής του 1919. Στην πρώτη περίπτωση έχουμε ένα υπόλοιπο 124 χιλιάδες και στη δεύτερη ένα υπόλοιπο 227 χιλιάδες.
Ο Τάσος Κωστόπουλος [6] σημειώνει σωστά πως εκτός των Ποντίων που απογράφηκαν ως πρόσφυγες στην Ελλάδα το 1928, πρέπει να υπολογιστούν «όσοι πέθαναν μετά την άφιξή τους στην Κωνσταντινούπολη και την Ελλάδα (που δεν ήταν λίγοι) κι όσοι έφυγαν στη Ρωσία (τουλάχιστον 85.000 το 1917-1918), συν ένας άγνωστος – αλλά όχι αμελητέος – αριθμός αργότερα ή απευθείας στην Αμερική και τη Δυτική Ευρώπη».
Αν όλοι αυτοί είναι γύρω στις 100 χιλιάδες, τότε ο αριθμός που απομένει, οι Πόντιοι δηλαδή που πέθαναν ή σκοτώθηκαν την περίοδο 1914-1922 είναι περίπου 75 χιλιάδες (συνεκτιμώντας τα στοιχεία της οθωμανικής απογραφής και της πατριαρχικής στατιστικής).
Αριθμός που σε κάθε περίπτωση είναι πολύ διαφορετικός από τον επίσημο αριθμό των 353.000.
Και ο νοών νοείτω…
[1] Στις 24 Φεβρουαρίου του 1994.
[2] Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και θρησκευμάτων – Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, Θέματα νεοελληνικής Ιστορίας, Γ’ Τάξη Γενικού Λυκείου (θεωρητική κατεύθυνση), Οργανισμός Εκδόσεων Ελληνικών Βιβλίων, Αθήνα, σ. 253.
[3] Τα στοιχεία υπάρχουν στο βιβλίου του έγκυρου ιστορικού Kemal H. Karpat, Demographic and Social Characteristics 1830-1914, The University of Wisconsin Press, 1985, σελ. 168. Τον Karpat έχουν χρησιμοποιήσει οι έλληνες πανεπιστημιακοί για να δείξουν το μέγεθος των ορθόδοξων χριστιανών της Μακεδονίας, κατά την ίδια περίοδο.
[4] Οικουμενικόν Πατριαρχείον, Μαύρη Βίβλος διωγμών και μαρτυριών του εν Τουρκία Ελληνισμού (1914-1918), εν Κωνσταντινουπόλει, εκ του πατριαρχικού τυπογραφείου, 1919.
[5] Ελληνική Δημοκρατία – Υπουργείον Εθνικής Οικονομίας – Γενική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος, Στατιστικά αποτελέσματα της απογραφής πληθυσμού της Ελλάδος της 15-16 Μαίου 1928, εν Αθήναις, εκ του Εθνικού Τυπογραφείου 1933, σελ. 411.
[6] Τάσος Κωστόπουλος, Πόλεμος και Εθνοκάθαρση – Η ξεχασμένη πλευρά μιας δεκαετούς εθνικής εξόρμησης (1912-1922), Βιβλιόραμα, Αθήνα 2007, σελ. 254
Μου αρέσει!Μου αρέσει!